εὐδιάβλητος

εὐδιάβλητος
εὐδιά-βλητος, ον,
A = εὐδιάβολος, Arist.EE 1237b23, Chrysipp.Stoic.3.77, S.E.M.3.160, Ptol.Tetr.2: [comp] Sup., Eus. Mynd.47.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • εὐδιάβλητος — masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ευδιάβλητος — η, ο (ΑΜ εὐδιάβλητος, ον) αυτός ο οποίος παρέχει αφορμές να διαβληθεί εύκολα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + δια βλητός (< δια βάλλω)] …   Dictionary of Greek

  • εὐδιαβλητότατον — εὐδιάβλητος masc acc superl sg εὐδιάβλητος neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐδιάβλητον — εὐδιάβλητος masc/fem acc sg εὐδιάβλητος neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐδιαβλήτων — εὐδιάβλητος masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐδιάβλητα — εὐδιάβλητος neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐδιάβλητοι — εὐδιάβλητος masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ευδιάβολος — εὐδιάβολος, ον (Α) 1. ο ευδιάβλητος 2. (επίρρ. φρ.) «εὐδιαβόλως ἔχειν» το να έχει κάποιος διάθεση για κατηγορία, για διαβολή. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + διά βολος «αυτός που διαβάλλει (ή και διαβάλλεται)» (< δια βάλλω)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”